κακοφαγάς

κακοφαγάς
ο, θηλ. κακοφαγού
1. αυτός που τρώγει βλαβερές ή αηδιαστικές τροφές
2. αυτός που τρώγει χωρίς όρεξη
3. αυτός που τρώγει ανεπαρκές φαγητό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”